- ασχημομούρης, ο
- ασχημομούρης, -α, -ικο βλ. ασκημομούρης.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ασχημομούρης — και ασκημομούρης ο δύσμορφος … Dictionary of Greek
άσχημος — και άσκημος, η, ο (AM ἄσχημος, ον) Ι. αυτός που δεν έχει ωραία εμφάνιση, δύσμορφος μσν. νεοελλ. 1. δυσάρεστος, δυσμενής («άσχημα μαντάτα») 2. (για λόγια) προσβλητικός, υβριστικός 3. (για παράπτωμα) σοβαρός νεοελλ. 1. φοβερός, οικτρός 2. κακός,… … Dictionary of Greek
αισχροπρόσωπος — αἰσχροπρόσωπος, ον (Α) κατά τη Σούδα «ασχημοπρόσωπος», ασχημομούρης. [ΕΤΥΜΟΛ. < αἰσχρὸς + πρόσωπον] … Dictionary of Greek
ασχημάνθρωπος — και ασκ , ο ασχημομούρης, δύσμορφος … Dictionary of Greek
κακομούσουδος — η, ο (Μ κακομούσουδος και κακομούσουρος, η, ο) αυτός που έχει άσχημο μουσούδι, άσχημο πρόσωπο, ο ασχημομούρης. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * + μουσούδι] … Dictionary of Greek
κακομούτρης — ο, θηλ. κακομούτρα, ουδ. κακομούτρικο αυτός που έχει άσχημη όψη, ασχημομούρης, ασχημοπρόσωπος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * + μούτρο] … Dictionary of Greek
κακομούτσουνος — η, ο κακομούτρης*, κακόμορφος, ασχημομούρης. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * + μουτσούνα] … Dictionary of Greek
μούμια — η 1. πτώμα που έχει περάσει από επεξεργασία ταρίχευσης, βαλσαμωμένο πτώμα: Οι μούμιες των φαραώ τοποθετούνταν στις πυραμίδες. 2. μτφ., άνθρωπος ζαρωμένος, κοκαλιάρης, ασχημομούρης: Πώς ερωτεύτηκες αυτή τη μούμια; … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)